- προαισθάνεται
- προαισθάνεται , προαισθάνομαιperceivepres ind mid 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μάντης — ο και μάντις, ο, η, θηλ. και μάντισσα (AM μάντις, εως, ὁ, ἡ, Α ιων. γεν. ιος, Μ θηλ. και μάντισσα) 1. αυτός που ασχολείται με τη μαντική, αυτός που προλέγει τα μέλλοντα, ο προφήτης («ὠργίζοντο δὲ καὶ τοῑς χρησμολόγοις καὶ μάντεσι», Θουκ.) 2.… … Dictionary of Greek
προαίσθημα — το, Ν 1. οτιδήποτε προαισθάνεται κανείς, η ασαφής αίσθηση ότι κάτι πρόκειται να συμβεῑ 2. ιατρ. το σύνολο τών αόριστων συμπτωμάτων τα οποία προαναγγέλλουν την προσβολή ενός ατόμου από μια νόσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προαισθάνομαι. Η λ. μαρτυρείται από το … Dictionary of Greek
προγνωστικός — ή, ό / προγνωστικός, ή, όν, ΝΜΑ [προγιγνώσκω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρόγνωση («προγνωστική δύναμις», Φίλ.) 2. (για πρόσ.) ο ικανός να προβλέπει το μέλλον, να προμαντεύει νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το προγνωστικό α) η ιδιότητα ή η… … Dictionary of Greek
προμένειος — ον, Α φρ. «προμένειος σίδη» (κατά τον Ησύχ.) «προμένειοι ῥοιαί τίνες ὑπὸ Κρητῶν λέγονται». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < προμένεια «αυτή που προαισθάνεται, που προβλέπει»] … Dictionary of Greek
πρόβλεψη — η, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προβλέπω, το να αντιλαμβάνεται ή να προαισθάνεται κανείς κάτι προτού ακόμη αυτό συμβεί («οι προβλέψεις του επαλήθευσαν») 2. έγκαιρη φροντίδα για κάτι που πρόκειται να συμβεί στο μέλλον 3. (οικον.)… … Dictionary of Greek
Θυσία του Αβραάμ — Ποιητικό θρησκευτικό δράμα –ένα από τα πλέον αξιόλογα έργα της κρητικής λογοτεχνίας– που αποδίδεται στον Βιτσέντζο Κορνάρο. Γράφτηκε πιθανότατα το 1635, σύμφωνα με γραπτή πληροφορία χειρογράφου του Νανιανού Κώδικα της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης, και… … Dictionary of Greek
προαίσθημα — το, ατος ό,τι προαισθάνεται κανείς, η πρόβλεψη: Έχω κακά προαισθήματα σήμερα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
όσφρηση — η 1. η μία από τις πέντε αισθήσεις. 2. μτφ., η ικανότητα να προβλέπει, να προαισθάνεται κανείς κάτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)